Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κοινότητα Κάτω Πορροΐων

Η κοινότητα Κάτω Πορροΐων, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, περιελάμβανε τα εξής χωριά:
  • Κάτω Πορρόια
  • Σιδηροχώρι (πρώην Κεσετζί Τσιφλίκ)
Τα χωριά αυτά βρίσκονταν στο κεντρικό τμήμα της περιοχής. Ακολουθούν οι πληθυσμοί τους κατά το 1913, το 1920 και το 1928: 
  1. Κάτω Πορρόια: 1279 (1913) - 1057 (1920) - 986 (1928)
  2. Σιδηροχώρι: 154 (1913) - 147 (1920) - 183 (1928)
Ακολουθεί μια εκτενής αναφορά στην ιστορία τους την περίοδο 1878-1928: 

Κάτω Πορρόια (Σερρών) 1878 - 1928, με σημαντικές πληροφορίες για τον Μακεδονικό Αγώνα της περιοχής



Χάρτης της περιοχής (20ος αιώνας)



Κάτω Πορρόια  
   Τον 19ο τα Κάτω Πορρόια αποτελούσαν σημαντικό εμπορικό κέντρο μαζί με τα Άνω Πορρόια στον καζά Σιδηροκάστρου και σημειώθηκαν. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία και τη σηροτροφία. Τα προϊόντα τους πουλούσαν στο μεγάλο παζάρι του χωριού, το οποίο λάμβανε μέρος στη πλατεία κάθε Κυριακή. Το 1878 ο Αλεξάνταρ Σίνβε έγραψε ότι στα Κάτω Πορρόια (όπως λέγονται σήμερα), κατοικούσαν 400 Έλληνες. Βέβαια, τη πλειοψηφία είχαν οι Μουσουλμάνοι (200 οικογένειες) και στο χωριό υπήρχαν αρκετοί εξαρχικοί-βουλγαρίζοντες Σλάβοι (γύρω στις 150 οικογένειες, αναφορά που γίνεται στις πληροφορίες του Brancoff και επιβεβαιώνεται από τον αριθμό προσφύγων του Β' Βαλκανικού Πολέμου από το χωριό σύμφωνα με τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού σε συνδυασμό και με άλλες πηγές). Ωστόσο, είναι ουσιώδες να σημειωθεί ότι ο εν λόγω εθνογράφος κατέγραψε εσφαλμένα σε αυτό το βιβλίο του ουκ ολίγους βουλγαρικούς πληθυσμούς ως Έλληνες, όπως στην περίπτωση των Κάτω Πορροΐων. Είναι γνωστό ότι πριν την έλευση των προσφύγων, υπήρχε μόνο μια ελληνική οικογένεια στο χωριό, αυτή του Ιωάννη Καγιάνου, όπως αναφέρεται από ελληνικές πηγές, συγγενής του οποίου ο Στέφανος Καγιανού θα παίξει σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, οπώς παρατίθεται κατωτέρω. O Brancoff, συγκεκριμένα για το έτος 1905 αναφέρει πως στο χωριό ζούσαν μόλις 10 Έλληνες και 6 Βλάχοι, επιβεβαιώνοντας την παραπάνω θέση.



Alexandre Synvet, Les Grecs de l’Empire Ottoman. Etude Statistique et Ethnographique, σελ. 48















  «Στα γειτονικά Κάτω Πορρόια, ελληνόφωνη ήταν μόνο η οικογένεια του Ιωάννη Καγιάνου, ενώ υπήρχαν 200 οικογένειες τουρκικές και 300 βουλγαρόφωνων, των περισσότερων βουλγαριζόντων».

(Ιωάννης Θ. Μπάκας, Ο Ελληνισμός και η Μητροπολιτική περιφέρεια Μελένοικου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 51)
 

   Οφείλω να σημειώσω ότι οι παραπάνω αριθμοί που παρατίθενται, δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα, μιας που εάν υποθέσουμε πως κατά μέσο όρο μια οικογένεια αποτελούνταν από 5 άτομα, τότε το χωριό ξεπερνάει τα 2.500, αριθμός που δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις διαστάσεις του χωριού. Επιπλέον, η συγκεκριμένη πήγη αναφέρει λίγο παραπάνω ότι ''το 1908 στα Άνω Πορρόια κατοικούσαν'' μεταξύ άλλων ''40 βουλγαρικές οικογένειες'', τη στιγμή που τα αρχεία του γενικού επιτελείου στρατού αναφέρουν πως μεταξύ του 1913-1919 1.500 Βουλγαρίζοντες εγκατέλειψαν τα Πορρόια.

Νο. 38 Ντόλνι Πορόι (Κάτω Πορρόια), 120 Βουλγαρικά & 200 Τουρκικά σπίτια


   Ο Βασίλ Κάνστοφ γράφει το 1891 ότι υπάρχει βουλγαρικό σχολείο χτισμένο από το 1870 και μια βουλγαρική εκκλησία. Από αυτόν γίνεται μνεία για πλούσιους Τούρκους του χωριού, οι οποίοι είναι περίφανοι και αρκετές φορές παλαιότερα προχωρούσαν σε αυθαιρεσίες κατά των χριστιανών του χωριού Ελλήνων και Βουλγάρων.


   Ο, δε, Γκεόργκι Στρέζοφ, καταγράφει πως γενικά το χωριό χωριζόταν σε 3 συνοικίες: Την Τόπλισκα, την Τσάρκοβνα και την Βαρζίτσκα. Στο παζάρι των Κάτω Πορροΐων τις Κυριακές έρχονταν ακόμη και έμποροι από το Κιλκίς και τη Δοϊράνη. Λόγω της προσέλευσης κόσμου και εμπόρων κάθε νοικοκυριό έβγαζε πάρα πολλά γρόσια ή χρυσό που το αντάλλασαν με εμπόρους κάνοντάς το γρόσια. Στο παζάρι έβρισκε κανείς καπνό, σιτάρι, μετάξι, σίκαλη και άλλα πολλά προϊόντα προς πώληση. Στο χωριό υπήρχαν διάφορες βιοτεχνίες ακόμα και σχολείο με μεγάλη βιβλιοθήκη και 2 καθηγητές που λάμβανε από την τοπική αρχή 50 τουρκικές λίρες με σκοπό την συντήρηση του σχολείου και της βιβλιοθήκης. Η βιβλιοθήκη αναφέρεται πως είναι κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Πάνω από το χωριό έλεγε η παράδοση ότι υπάρχει ένα σημάδι από το πέταλο του αλόγου του Κραλ Μάρκο, ενός άρχοντα του 14ου αιώνα της περιοχής της σημερινής Π.Γ.Δ.Μ. που αντιστάθηκε στους Οθωμανούς. 



Ο Μακεδονικός Αγώνας στη περιοχή

   Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Μακεδονικός Αγώνας στη δυτική περιοχή του Σιδηροκάστρου είχε ιδιαίτερες επιτυχίες από ελληνικής πλευράς ή σημαντικές συγκρούσεις, όπως στη περιοχή των Γιαννιτσών. Όπως προκύπτει από έρευνά μου στα δημογραφικά δεδομένα εκείνης της περιόδου, οι Έλληνες αποτελούσαν ποσοστό χαμηλότερο του 17% συγκριτικά με τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής του σημερινού Δήμου Κερκίνης (με 11% να αποτελούν οι Βλάχοι των Άνω Πορροΐων, ένα 4% οι Γραικομάνοι ή -κατά τις βουλγαρικές πηγές- ''Ελληνίζοντες Βούλγαροι'' της Κερκίνης, και ένα περίπου 2% ήταν μερικοί διάσπαρτοι Έλληνες σε ορισμένα από τα χωριά της περιοχής). Οι Βούλγαροι και οι Μουσουλμάνοι ανταγωνίζονταν για την αριθμητική πρωτιά στις απογραφές, αλλά ενεργότερο ρόλο έπαιξαν οι δεύτεροι στον Μακεδονικό Αγώνα. Οι Έλληνες μόλις που είχαν ένα αντάρτικο σώμα, αρχηγός του οποίου τέθηκε ο Εμμανουήλ Βασιλείου από τα Άνω Πορρόια. Η δράση του ήταν αρκετά περιορισμένη, όπως και ο αριθμός των μελών του (υπάρχουν πληροφορίες μόνο για 10 άτομα, ορισμένοι από τους οποίους ήταν πράκτορες Γ' τάξης). Στη περιοχή βέβαια κατά καιρούς (1906,1908) δραστηριοποιήθηκε το σώμα του Στέργιου Βλάχμπεη από την Ηράκλεια Σερρών, με σημαντικά αποτελέσματα υπέρ των ελληνικών πληθυσμών.

Αλέξη των Πορροΐων

   Ο Μακεδονικός αγώνας στη περιοχή της Κερκίνης (ο όρος θα συναντάται συχνά και εννοώ την περιοχή του παλαιού Δήμου Κερκίνης) δεν ξεκίνησε με βάση τα αυστηρά όρια του 1904-1908. Αναφορές για επιχειρήσεις Βουλγάρων ανταρτών κατά της Τουρκικής εξουσίας υπάρχουν πάρα πολλές και πριν το 1904 και μετά το κίνημα των Νεότουρκων το 1908, που φαινομενικά σταμάτησε τις εχθροπραξίες. 

Μίτσο Κεχάιοφ
Ο Αλέξη των Πορροΐων (Νικολόφ - Μάλτσεφ), από τα Κάτω Πορρόια, αποτελεί τρανό παράδειγμα της παραπάνω θέσης. Διεξήγαγε συνολικά 19 μάχες κατά των Τούρκων στρατιωτών και πολιτοφυλάκων ώσπου τελικά σκοτώθηκε σε ενέδρα το 1903, πριν καν ξεκινήσει η γνωστή περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα. Είχε υπό την αρχηγία του πάνω από 80 άτομα (Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα Γεγονότα στη Θράκη, Αθήνα 2014, σελ. 87), πολλοί από τους οποίους το 1912 κατατάχτηκαν εθελοντικά στην Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη οργάνωση (Македоно-одринското опълчение 1912-1913 г. Личен състав, Главно управление на архивите, Σόφια 2006, σελ. 871), η οποία εκείνη την εποχή χρησιμοποίησε τους εθελοντές ως στρατιώτες για την βουλγαρική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Άλλοι βοέβοδες που δρούσαν στη περιοχή ήταν ο Ντόντσο Ζλάτκοφ, με πάνω από 90 αντάρτες το 1912-1913, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από χωριά του της περιοχής (Πλατανάκια, Μακρυνίτσα, Σιδηροχώρι κ. ά.), και ο Γιάννε Σαντάσκι, κέντρο της προπαγάνδρας του οποίου ήταν η περιοχή του Μελένικου. Υπήρχαν και άλλοι λιγότερο σημαντικοί αρχηγοί ανταρτών από τη περιοχή, όπως ο Γκόγκο, ο Μίτσο Κεχάιοφ και ο Ηλία Γκέγκοφ από τα Πλατανάκια.
Γκόγκο Κεχάιοφ
Οι κομιτατζήδες συνέχισαν τη δράση τους, σε χαλαρώτερους όμως ρυθμούς, μετά τους Βαλκανικούς, καθώς ακόμα και το 1928 η Σιντική είχε ακόμη σλαβόφωνους κατοίκους. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 έμειναν στη Σιντική 3.824 ''ομιλούντες την Μακεδονοσλαυικήν'', ποσοστό περίπου 10%. Αποθρασύνθηκαν, λοιπόν, μετά το διπλωματικό αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε η Ελλάδα το 1924 και αναγκάστηκε να υπογράψει το Σύμφωνο Πολίτη - Κάλφωφ, με το οποίο εν συντομία αναγνώριζε όλους τους σλαβόφωνους ως Βούλγαρους.
   Oι επιχειρήσεις των κομιτατζήδων συνεχίζονται μέχρι το 1925, οπότε επί δικτατορίας του Πάγκαλου, ο ελληνικός στρατός εισβάλλει στη περιοχή του Πετρίτς, καταλαμβάνει και κάει παραμεθόρια χωριά, απ όπου δραστηριοποιούνταν κομιτατζήδες στη περιοχή του Μπέλες και της Κερκίνης, και προσπαθεί να καταλάβει το Πετρίτς. Οι λόγοι που δεν καταλήφθηκε το Πετρίτς ήταν οι εξής: Αφενός, ένα μεγάλο μέρος του πολεμικού υλικού είχε εγκαταληφθεί στη Μικρασιατική ενδοχώρα κατά την υποχώρηση και, αφετέρου, το Πετρίτς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία από τις πόλλεις με μεγάλη συγκέντρωση κομιτατζήδων, που υπερασπίσθηκαν σθεναρά τη πόλη. Παρόλο που οι αφορμή και οι λόγοι για την εισβολή δεν έχουν άμεση σχέση με τη δράση κομιτατζήδων στη περιοχή, η προέλαση του ελληνικού στρατού σε μια μικρή έκταση της βουλγαρικής επικράτειας, έδωσε ένα ισχυρό ράπισμα στους Βούλγαρους αντάρτες, ξεκαθαρίζοντας τους ότι η περιοχή νοτίως του Μπέλες είναι πλέον ελληνική.   


 


Βαλκανικοι Πόλεμοι

Ο πληθυσμός του χωριού πριν τους Βαλκανικούς:
- 1400 Μουσουλμάνοι
- 600 ''Σχισματικοί''
- 10 Ελληνίζοντες (Έλληνες & Βλάχοι)
ΣΥΝΟΛΟ: 2010 (Βασισμένο στην απογραφή του ελληνικού στρατού το 1912)

Ο πληθυσμός του χωριού μετά τους Βαλκανικούς:
- 1120 (περίπου 280 Μουσουλμάνοι πρόσφυγες)
- 149 Βουλγαρίζοντες (450 πρόσφυγες προς τη Βουλγαρία)
- 10 Ελληνίζοντες
ΣΥΝΟΛΟ: 1279


Βούλγαροι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου
Βούλγαροι στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου
   Το χωριό απελευθερώθηκε από τις Βουλγαρικές δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1912 και 82 άτομα από τα Άνω και Κάτω Πορρόια εντάχθηκαν στη βουλγαρική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση. Ωστοσό, στις 9 Ιουλίου του 1913 το χωριό καταλαμβάνεται από τον ελληνικό στρατό και καίγεται. 

Πρόσφυγες από τα Κάτω Πορρόια, 1913


Τότε ήταν που οι εξαρχικοί του χωριού το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν κοντά στο Πετρίτς και την γύρω περιοχή. Σύμφωνα με τα αρχεία του γενικού επιτελείου στρατού ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε 450 άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι γύρω στα 150 άτομα εξακολουθούσαν να ζουν στο χωριό, έως ότου απομακρύνθηκαν με τη Συνθήκη του Νεϊγύ. Δεν ήταν, όμως, οι Βουλαγαρίζοντες, οι μόνοι που εγκατέλειψαν το χωριό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού επιτελείου Στρατού, 280 Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν το χωριό από το 1912 μέχρι το 1915.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
   Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή καταλήφθηκε ξανά από τον Βουλγαρικό στρατό από το 1915 μέχρι το 1918. Ενώ υποτίθεται οι εισβολείς πως δεν πέρασαν τα βόρεια φυσικά σύνορα του βουνού Μπέλες, η ελληνική αμυντική γραμμή τραβήχτηκε στη μέση της λίμνης Κερκίνης. Οι Βούλγαροι έκαναν θριαμβευτική είσοδο στα Άνω Πορρόια, στα οποία υπήρχε ακόμη ισχυρή φιλοβουλγαρική παρουσία. Παρακάτω υπάρχουν εικόνες που μαρτυρούν τη δράση του Βουλγαρικού στρατού σε αυτά τα μέρη:


62ο βουλγαρική Μεραρχία πεζικού, κατά τη διάρκεια ενός μνημόσυνου για τους πεσόντες στη μάχη του Ρούπελ, πρόποδες του Μπέλες , Ιούλιος 1916
  
Ιταλοί στρατιώτες (δεξιά) πιάνονται αιχμάλωτοι από Βούλγαρους (αριστερά) στα Κάτω Πορρόια

   Το τέλος του πολέμου είχε ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι βουλγαρίζοντες των Κάτω Πορροΐων να εγκαταλείψουν τη περιοχή μαζί με το Βουλγαρικό στρατό. Με τις ταραχές που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, μετανάστευσαν και μερικοί Μουσουλμάνοι. Τουλάχιστον 250 άτομα μετανάστευσαν εκ των οποίων 150 Βουλγαρίζοντες και άλλοι 100 Μουσουλμάνοι. Το 1920 τα Κάτω Πορρόια είχαν πληθυσμό μόλις 1.057 άτομα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν Μουσουλμάνοι και δίπλα σ' αυτούς ζούσαν περίπου 2-3 οικογένειες βουλγαριζόντων και μία ελληνική.

Η περίοδος μέχρι το 1928
 
Αίτηση Μεταναστεύσης βάσει της Συνθήκης του Νεϊγύ από τα Κάτω Πορρόια, 1928
    Οι αιτήσεις που κατατέθηκαν από τα Κάτω Πορρόια, σαν τη παραπάνω, είναι 186. Αυτός ο αριθμός φανερώνει πως πάνω από 500 Βούλγαροι ζούσαν στα χωριό.

Μετά τη Σύμβαση της Λωζάνης περί υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, οι εναπομείναντες Μουσουλμάνοι έφυγαν προς τη Τουρκία και τη θέση τους πήραν Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Ενώ, λοιπόν, η ΕΑΠ εγκατέστησε μέχρι το 1928 773 άτομα, ο πληθυσμός του χωριού το ίδιο έτος ανερχόταν σε 986, πράγμα που σημαίνει ότι οι πρόσφυγες ήταν τουλάχιστον 950.

Γεννημένοι στα Κάτω Πορρόια


   Από το χωριό είχαν ρίζες πολλοί κομιτατζήδες, μεταξύ άλλων ο Αλέξη των Πορροΐων, και άλλοι όπως εθελοντές στην Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (Στόγιαν Μπογιατζίεφ, Βασίλ Αλίτσεφ, Νικόλα Ανγκέλοφ). Ο Αλέξη των Πορροΐων (Νίκολοφ - Μάλτσεφ), όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ήταν ένας οπλαρχηγός της περιοχής που μισούσε θανάσιμα τη τουρκική εξουσία, βρισκόταν συνεχώς σε αντίθεση με τους ηγετικούς κύκλους της ΕΜΕΟ και πάντα οι κάτοικοι της περιοχής τον σέβονταν πολύ. Μεταξύ άλλων, δεν ήταν σύμφωνος με τους φώνους πατριαρχικών και Ελλήνων. Από τα Κάτω Πορρόια καταγόταν επίσης ένας δάσκαλος του βουλγαρικού γυμνασίου αρρένων της Θεσσαλονίκης, ο Ντιμίταρ Ίζοφ.


   Πολλοί είναι και οι σημαντικοί Έλληνες που έχουν καταγωγή από τα Κάτω Πορρόια. Ο Ιωάννης Βλάχος (εκπαιδευτικός, 1935-1980), ο Διονύσιος Ψωμιάδης (πολιτικός) και ο Θεόφιλος Λεονταρίδης (γενν. 1956, πολιτικός) είναι μερικοί από αυτούς. Στον Α Βαλκανικό Πόλεμο, ο Στέφανος Καγιανού, καταγόταν από τα Κάτω Πορρόια, επίσης, και έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ως πράκτορας Γ' τάξης. Συχνά του ανετίθετο οι εκτελέσεις επικίνδυνων Βουλγαριζόντων και πρακτόρων της Εξαρχίας.


Το χωριό είχε 986 κατοίκους το 1928.  

Σιδηροχώρι (Σερρών) / Кеседжи Чифлик (Серско) 1878 - 1928


 


Όνομα
   Σύμφωνα με τη προφορική παράδοση, η οποία πέρασε από απογόνους των Βουλγάρων κατοίκων του χωριού στους Έλληνες πρόσφυγες, το χωριό οφείλει το όνομά του σε έναν επιφανή Μουσουλμάνο, ονόματι Κεσιτζή, ο οποίος ήταν άτυπα ο ''κάτοχος'' του οικισμού αυτού. Ως γνωστόν, τα τσιφλίκια στους τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν στην ουσία καλλιεργούμενα αγροτεμάχια, των οποίων οι διαχειριστές όταν μια φορά δεν μπόρεσαν να αποδώσουν τον κατάλληλο φόρο στο Σουλτάνο, συνήθως λόγω κακής σοδειάς, δανείζονταν τα απαραίτητα χρήματα από έναν πλούσιο με πανύψηλο τόκο, και από τότε αυτός ήταν συνδιαχειριστής στο αγροτεμάχιο μέχρι την εξόφληση του δανείου, η οποία, προφανώς, δεν γινόταν ποτέ. Με αυτό τον τρόπο, ο εκάστοτε πλούσιος ήταν άτυπα αυτός, στον οποίο έπρεπε να δίνουν λογαριασμό όλοι οι καλλιεργητές που του δανείστηκαν χρήματα. Στην προκειμένη περίπτωση αυτός ήταν ένας Μουσουλμάνος με το όνομα Κεσιτζί, ένα πολύ σύνηθες τουρκικό όνομα.

Η Μουσουλμανική κοινότητα
   Η ιστορία του Κεσιτζί, σε συνδιασμό με τα τουρκικά τοπωνύμια που υπάρχουν σε διάφορα μέρη του χωριού, μαρτυρούν τη παρουσία μιας μουσουλμανικής κοινότητας. Πρόσφατα, ήρθε στο φως μια επιτύμβια στύλη με αραβογράμματα που χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα. Στο κάτω μέρος της υπάρχει στα αραβικά ο αριθμός ١١٧٦ (δηλαδή 1176, με σειρά από τα αριστερά προς τα δεξιά, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα), ο οποίος δηλώνει το έτος 1798 σύμφωνα με το καθ' ημάς ημερολόγιο.

Μουσουλμανική επιτύμβια στήλη με αραβογράμματα, ανεβρεθείσα εις αγροτεμάχιον πλησίον του Ορθοδόξου Ναού Αγίας Κυριακής στο Σιδηροχώρι. Χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα
   Το γεγονός ότι αυτή, όπως και άλλες πλάκες, βρέθηκαν κοντά στην Εκκλησία φανερώνει, πρωτίστως, την ύπαρξη μουσουλμανικού κοιμητηρίου κοντά και, έπειτα, Τζαμιού στην αυλή του οποίου θάβονταν οι νεκροί. Ενδεχομένως, βέβαια, το Τζαμί να βρισκόταν σε άλλο μέρος και απλώς εκείνο το ''αδούλευτο'' αγροτεμάχιο να ήταν ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο.
   Ωστόσο, για άγνωστους ακόμη λόγους στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν υπήρχαν καθόλου Μουσουλμάνοι στο χωριό. Όπως παρατηρείται και στους υπόλοιπους οικισμούς, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός είτε παρέμενε σταθερός είτε μειωνόταν συνεχώς, γεγονός που ίσως οφείλεται στην υπογεννητικότητα αυτής της ομάδας. Και είναι περίεργο καθώς δεν συνέβησαν στη Μακεδονία τυχόν εθνοκαθάρσεις πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αυτούς τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Συγκεκριμένα, ενώ είναι γνωστό ότι σε κάθε χωριό υπήρχαν Μουσουλμάνοι, η τελευταία αναφορά Μουσουλμάνων στο Σταυροδρόμι είναι το 1878, ενώ στο Σιδηροχώρι δεν αναφέρονται ποτέ σε έγγραφα της περιόδου μεταξύ των ετών 1878-1928. Στο Ντελή Χασάν παρόλο που το 1891 υπήρχαν ισάριθμα νοικοκυριά σλαβόφωνων και Μουσουλμάνων (30 έκαστη ομάδα), το 1912 οι σλαβόφωνοι Χριστιανοί ήταν διπλάσιοι των Μουσουλμάνων. Πυκνές μάζες συνέχισαν να κατοικούν μέχρι τη δεκαετία του 1920 στα δυτικά σύνορα του καζά Σιδηροκάστρου στις πρόποδες των όρων Κρουσσίων (Круша=αχλάδι σλαβ.), βορείως του λόφου Μαυροβουνίου (Kara-dag τουρκ.) κοντά στα σημερινά χωριά της Καστανούσας, Καλοχωρίου, Ανατολής και άλλων μικρών οικισμών.  

Οι Σλαβόφωνοι Χριστιανοί - μετέπειτα Βουλγαρίζοντες
   Δυστυχώς, δεν έχουν βρεθεί πολλές πληροφορίες για τον πληθυσμό του χωριού πριν από το 1928, πέρα από απλές καταγραφές των κατοίκων από κυρίως Βούλγαρους ερευνητές. Το σίγουρο είναι ότι εκείνη τη περίοδο μόνο σλαβόφωνοι χριστιανοί, χωρικοί ζούσαν εδώ, φτωχοί χωρικοί στη πλειονότητά τους. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα χαμηλά πλήθινα και φτωχά σπίτια που βρήκαν οι Έλληνες πρόσφυγες, πέρα από τα οποία υπήρχαν μερικά διώροφα. Η ίδια η Εκκλησία, ο ναός της Αγίας Κυριακής (св. неделя σλαβ.), και πολλά άλλα κτίρια του χωριού ήταν χτισμένα από εξαρχικούς σλαβόφωνους στις τότε δικές τους ιδιοκτησίες (μερικά σπίτια είναι ακόμη εγκαταλελειμμένα ενώ πολλά είναι αυτά που καταλήφθηκαν από τους πρόσφυγες), τις οποίες έχουν επισκεφθεί ορισμένοι απόγονοί των σλαβόφωνων που ζούσαν στο χωριό. Για την ίδια τη κατασκευή της Εκκλησίας υπάρχει ένα είδος παραμυθιού στη μνήμη των Βουλγάρων απογόνων των κατοίκων. Σύμφωνα με αυτό, ένας ηλικιωμένος βρήκε την εικόνα της Σβέτα Νεντέλια (Αγίας Κυριακής) στο κήπο του, και όταν κάποτε αρρώστησε, είδε σε ένα όραμα την Αγία Κυριακή να του υποδεικνύει ότι πρέπει να χτίσει μια εκκλησία, προκειμένου να αναρρώσει. Έτσι και έγινε. Όταν έθεσε τα θεμέλια του ναού σε μια βροχερή νύχτα, την επόμενη μέρα είχε αναρρώσει.
   Σύμφωνα με τα βουλγαρικά στοιχεία, σε έρευνα ονόματι «Εθνογραφία στα βιλαέτια Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» (Етнография на вилаетите Адрианопол, Монастир и Салоника) που δημοσιεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1878, υπήρχαν 32 νοικοκυριά στο χωριό με εγγεγραμμένους 100 Βούλγαρους άνδρες. Λίγα χρόνια αργότερα (1891) ο Γεόργι Στρέζοβ (Георги Стрезов) αναφέρει:

 «Κεζετζί Τσιφλίκ, χωριό μία ώρα νότια -πεζοπορία- από το Πορόι (Άνω Πορόια). Ζευγολάτες (γεωργοί με βόδια) και βοσκοί. Πολύ εύφορη γη. 30 Βουλγαρικά σπίτια».

   Βέβαια, ο Βασίλ Κάντσοφ, την ίδια χρονιά ανεβάζει τα σπίτια του χωριού σε 40 στο βιβλίο του ''Ταξίδι κατά μήκος των κοιλάδων του Στρυμόνα, Μεστά και Μπρεγκάλνιτσα. Μπίτολα, Οχρίδα και Πρέσπα'' (Пътуване по долините на Струма, Места и Брегалница. Битолско, Преспа и Охридско, σελ. 109) το οποίο εκδόθηκε την ίδια χρονιά.
 
No. 39 Κεσετζί Τσιφλίκ: 40 Βουλγαρικά σπίτια (περίπου 200 άτομα)
   
   Το 1900 σύμφωνα με τις στατιστικές του Βασίλ Κάντσοφ (Васил Кънчов) «Μακεδονία. Εθνογραφία και Στατιστικά» (Македония. Етнография и статистика) οι κάτοικοι του χωριού ανέρχονται σε 180 και όλοι τους είναι εγγεγραμμένοι ως Βούλγαροι. Επιπλέον το 1905, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του γραμματέα της Βουλγαρικής Εξαρχίας Ντιμιτάρ Μίσεφ (Димитър Мишев) σε έρευνα του Brancoff, D. M. (La Macédoine et sa Population Chrétienne) ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται σε 400 ''Βουλγάρους'' Εξαρχικούς. Ωστόσο, αυτός ο αριθμός δεν φαίνεται να ταιριάζει αρκετά στην έκταση του χωριού, ούτε και στην ιστορία του τόπου, διότι ένα χωριό με 400 Βουλγάρους κατοίκους εκείνη την εποχή θα ήταν ένα μεγάλο βουλγαρικό κέντρο στην πεδιάδα της περιοχής του Μπέλες. Ο πληθυσμός του χωριού то 1912 φανερώνεται, εάν προτεθούν οι 100 βουλγαρίζοντες πρόσφυγες των Βαλκανικών πολέμων στους εναπομείναντες 154 της απογραφής του 1913. Συνεπώς, προκύπτει το σύνολο περίπου των 250 Βουλγάρων. Στα ίδια περίπου ποσά ανεβάζει τους ''σχισματικούς'' κατοίκους του Κεσιτζί-Τσιφλίκ η Επιτελική Υπηρεσία του ελληνικού Στρατού, σε έρευνα στους νομούς Σερρών και Δράμας το 1912, παρουσιάζοντας τον αριθμό των 240.

Η εκπαίδευση του χωριού
   Το χωριό εκείνη την περίοδο είχε ένα δημοτικό σχολείο με 1 Βούλγαρο δάσκαλο και 12 μαθητές, σύμφωνα με πληροφορίες του Brancoff. Αυτό μπορεί να ήταν όντως αλήθεια, μιας που το 1905 βρισκόμαστε στον Μακεδονικό Αγώνα, την περίοδο, δηλαδή, που οι Βούλγαροι εθνικιστές, παρατηρώντας την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, ως φορέα του ελληνικού πολιτισμού, πραγματοποιούν κάθε προσπάθεια, με σκοπό να αφυπνίσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς ως Βουλγαρικούς. Συνεπώς, θα μπορούσε να υφίσταται ένα βουλγαρικό σχολείο στο Κεσετζί Τσιφλίκ. Παρόλο που, όπως ήταν αναμενόμενο, η βουλγαρική αφύπνιση των σλαβόφωνων στη περιοχή γνώρισε μεγάλη έκταση, με κέντρο των ιδεών τα Άνω Πορρόια, οι μόνοι που παρέμειναν (κατά τη βουλγαρική άποψη) ''σε λήθαργο'', στην ουσία προσκολλημένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν η πλειοψηφία των κατοίκων της Κερκίνης (τότε Μπουτκόβου), περίπου 30 άτομα στο Σταρόσοβο και άλλα τόσα στο Ντελή Χασάν. Συνολικά, οι ''Σλαβόφωνοι Έλληνες'' δε ξεπερνούσαν τα 600 άτομα, με τους 500 περίπου να προέρχονται από το Μπούτκοβο.

Βαλκανικοί Πόλεμοι - Έλευση των πρώτων Ελλήνων προσφύγων
   Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων 4 άτομα από το Κεζετζί Τσιφλίκ κατατάχτηκαν ως εθελοντές στην ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, αρχικά καταλήφθηκε από τις βουλγαρικές δυνάμεις, αλλά τελικά το 1913 ενσωματώθηκε στον ελληνικό κορμό. Με τις εντάσεις που ακολούθησαν, 100 άτομα από το Κεσετζί Τσιφλίκ πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς προς τη Βουλγαρία (Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Μετακινήσεις Σλαβόφωνων Πληθυσμών 1913-1930, σελ 87). Οι υπόλοιποι έφυγαν τμηματικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Νειγύ. Το σίγουρο είναι ότι, ένα μέρος των σλαβόφωνων του χωριού παρέμεινε και μετά το 1923, όπως άλλωστε μαρτυρεί και παραπάνω φωτογραφία. Αυτοί είχαν επαφές με τους ντόπιους και από αυτούς οι νεοφερμένοι έμαθαν τα σλαβικά και τουρκικά τοπωνύμια κάποιων σημείων της γύρω περιοχής (''трап'' σλαβ. χαντάκι, ''Kara toprak'' τουρκ. μαύρο χώμα, κ. ά.). Από το Κεσετζί Τσιφλίκ κατατέθηκαν 59 αιτήσεις σχετικά με την εθελούσια μετανάστευση στη Βουλγαρία.
   Μεταξύ του 1913 και 1920 σημειώθηκε μια μείωση των Σλαβόφωνων κατοίκων, οι οποίοι μετανάστευσαν στη γειτονική Βουλγαρία. Από του 154 κατοίκους του Κεσιτζί-Τσιφλίκ το 1913, 7 χρόνια αργότερα μόλις οι 62 ήταν οι ντόπιοι, άρα και οι βουλγαρίζοντες. Συνεπώς μιλούμε για μια ακόμη μετανάστευση περίπου 100 ατόμων. Παράλληλα, από τον Αύγουστο του 1915, 23 Έλληνες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί στο χωριό, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σε 85 το 1920, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πρωτο-εγκατασταθέντες δεν μετακινήθηκαν σε άλλα χωριά ή πόλεις. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, οι πρόσφυγες περιπλανούνταν από μέρος σε μέρος, ασχολούμενοι με εποχιακές εργασίες και μεροκάματα, μέχρι να βρουν ένα τόπο με κατάλληλες για αυτούς συνθήκες προκειμένου να εγκατασταθούν. 
   Όπως, λοιπόν, φαίνεται παραπάνω οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη συμβίωσαν για μερικά χρόνια με τους σλαβόφωνους και με αυτό τον τρόπο μεταβιβάστηκαν οι πληροφορίες για τη περιοχή, τα τοπωνύμια, οι θρύλοι και κυρίως οι πληροφορίες για τα μέρη που βρίσκονταν τα εύφορα και άγονα εδάφη.   
   Όσον αφορά τους Σλαβόφωνους, οι λόγοι που άφησαν τις οικίες τους δεν είναι ξεκάθαροι. Οι βουλγαρικές, όπως και οι τουρκικές πηγές καταγγέλουν την ελληνική πλευρά για τσέτες, οπλισμένες συμμορίες δηλαδή, οι οποίες περιόδευαν από χωριό σε χωριό πιέζοντας τους εκάστοτε ανεπιθύμητους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Αντίστοιχα, η ελληνικές πηγές αναφέρουν ότι οι Βούλγαροι κατάλαβαν μετά την έλευση των προσφύγων ότι ήρθε η ώρα να ρευστοποιήσουν τις περιουσίες τους και να φύγουν. Μέχρι το 1928 όλοι οι Βουλγαρίζοντες του χωριού είχαν φύγει για τη Βουλγαρία, σε χωριά γύρω από το Πετρίτς, καθώς το Σιδηροχώρι αναγράφεται στους καταλόγους τις ΕΑΠ το 1928 ως ένα ''καθαρά προσφυγικό'' χωριό.
Ένας καταυλισμός από πρόσφυγες από το Κεσετζί Τσιφλίκ Σερρών, Σεπτέβριος 1924

   Σύμφωνα με το Φ.Ε.Κ τις 29 Μαρτίου 1923, το χωριό μετονομάστηκε σε ''Σιδηροχώριον''. Από το 1915 μέχρι το 1928 εποικήθηκε από Έλληνες πρόσφυγες και σύμφωνα με την απογραφή του 1928 εγκαταστάθηκαν σε αυτό 34 οικογένειες με συνολικά 159 άτομα, κάνοντάς το ένα ελληνικό προσφυγικό χωριό. Οι πρόσφυγες που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Βιζυής, και συγκεκριμένα από την Ψωμαθιά, τη Μαγκριώτισσα, τον Άγιο Γεώργιο (σημ. Evrenli), τη Τσιντώ, το Τσακλί (σημ. Çakıllı), το Κουρφαλί και τις Καστανιές. Άλλοι περίπου 24 περιπλανώμενοι πρόσφυγες προσετέθησαν φτάνοντας τον αριθμό των κατοίκων στους 183 το 1928.

Ο Πληθυσμός του Κεσιτζί-Τσιφλίκ μέσα από τις πηγές (1878-1928):
  • ''32 βουλγαρικά σπίτια'', περ. 160 (1878)
  • ''30 βουλγαρικά σπίτια'' περ. 150 (1891), Στρέζοφ
  • ''40 βουλγαρικά σπίτια'' περ. 200 (1891), Κάντσοφ
  • 180 Βούλγαροι (1900)
  • 400 Βούλγαροι Εξαρχικοί (1905)*
  • 240 Βούλγαροι ''σχισματικοί'' (στα τέλη του 1912)
  • 154 κάτοικοι (1913)
  • περ. 190, εξ ων 23 Έλληνες πρόσφυγες (Αύγουστος 1915)
  • 147 κάτοικοι, εξ ων 85 Έλληνες πρόσφυγες (1920)
  • 183 κάτοικοι, όλοι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (1928)
*Η συγκεκριμένη έρευνα του Brancoff διόγκωσε τους αριθμούς του χωριού

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Ρομά του Νομού Σερρών

   Σύμφωνα με την παράδοση, οι Οθωμανοί μπέηδες των Σερρών έφεραν π ριν από πολλά χρόνια τους/τις προγόνους των με λών των ρομικών ομάδων από την Αίγυπτο , για να κ αλλιεργήσου ν τα τσιφλίκια το υς. Σ ύμφωνα με τα γραπτά τεκμήρια όμως, η παρουσία των Ρ ομ στην περιοχή των Σερρών καταγράφ εται στο δε ύτερο ήμισυ του 15 ου αιώνα και στο 16ο αιώνα, ενώ συγκεκριμένε ς μαρτυρίες φανερών ουν τη δράση τους κατ ά τη διάρκεια της δεύτερης περι όδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (από το 17ο αιώνα και έ ντευθεν) . Την εν λόγω περίοδο, η σύνδεση της οικονομικής ζ ωής της Οθωμανικής Αυτοκρατ ορίας με αυτή των Δυτ ικοευρωπαϊκών χωρ ών προκάλεσε σημάντικές αλλ αγές στον τρόπο και στους ρυθμούς της αγροτικής παραγωγής, οι οποί ες προσ δίδουν μια ικανοποιητική ερμηνεία για την πρ οσπάθεια της Οθωμανικής δ ι οίκησης να οδηγήσει διάφ ορες ρομι κές ομάδες σε μόνιμη εγκατάστασ η σε διά φορες αγ ροτικές της περιοχές. Οι ιδιαίτ ερες συνθήκες κάτω από τις οποίες οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με τη δράση

Οι Τσάμηδες και ο αλβανικός ανθελληνισμός

Η Ιστορία των Τσάμηδων    Μπορώ να πω ότι αυτό το θέμα σχετικά με την ιστορία Τσάμηδων όπως και η ιστορία των Σουλιωτών και Αλβανών ήταν από τα πιο περίπλοκα θέματα, διότι υπάρχουν πολλά ασαφή κενά και λανθασμένα κείμενα, ή και προπαγανδιστικά, σε αυτήν την ιστορία, τα οποία μπορούν να μας δημιουργήσουν λανθασμένες αντιλήψεις ανα πάσα στιγμή. Για παράδειγμα, όταν έψαξα για τους Τσάμηδες στην σειρά εγκυκλοπαιδειών Χάρη Πάτση (Βασική Εγκυκλοπαίδεια των Νέων, Νεώτατη έκδοση 1981-1982), τους ανέφερε ως αλβανικής καταγωγής. Συγκεκριμένα: Η περιοχή της Τσαμουριάς ΤΣΑΜΗΔΕΣ:  Κάτοικοι της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας), αλβανικής καταγωγής. Τσάμηδες ονομάσθηκαν κυρίως εκείνοι από τους κατοίκους που ασπάσθηκαν την μουσουλμανική θρησκεία (κατα τον 17ο και 18ο αιώνα), για να διατηρήσουν την περιουσία τους. Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες, κατά την απογραφή του 1940 έφθαναν τις 18.000 μέσα σε 65.000 πληθυσμό του νομού Θεσπρωτίας, κατείχαν δε τις πιο εύμορφες περιοχές του νομού. Σήμερα δ

Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 1ο)

  Δείτε επίσης: Σημαντικοί όροι για την Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 5ο) Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 4ο) Ιστορία Γ' Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης (Κεφάλαιο 3ο)  Γ. Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ 1. Το αγροτικό ζήτημα - Περιληπτική απόδοση:     Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα η αγροτική οικονομία έχασε σταδιακά την πρωταρχική σημασία που είχε για τις κοινωνίες του «δυτικού κόσμου»*. Η Ελλάδα βάδιζε με πιο αργούς ρυθμούς προς την ίδια κατεύθυνση. Εξ' αιτίας αυτών των εξελίξεων, άνοιξαν οι δρόμοι για την αγροτική μεταρρύθμιση*. Στον ελληνικό χώρο το πρόβλημα της έγγειας ιδιοκτησίας δεν γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η σταδιακή διανομή των εθνικών γαιών* δημιούργησαν πλήθος αγροτών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, γεγονός που λειτούργησε θετικά, καθώς αποφεύφθηκαν εντ